2 7 καὶ ὑπὲρ μίαν' ἐσθίειν αὐτὸν ἅλας καὶ ἄρτον ξηρὸν καὶ ὕδωρ μόνον *, εἰς ὅλον τὸν χρόνον 17 19 25 20 21 26 16 22 24 ་ γ' a 39. Εγένετό ποτε τὸν μακάριον Παχούμιον καὶ Θεόδωρον τὸν ποθούμενον αὐτοῦ 2 περιπατοῦντας ἐν τῇ μονῇ * τὴν νύκτα ”, ἄφνω ἰδεῖν αὐτοὺς ἀπὸ μήκοθεν φαντασίαν τινὰ * fol. 239 μεγάλην καὶ ἀπάτης γέμουσαν πολλῆς. Ἦν δὲ τὸ φαινόμενον γυναικός 20 σχῆμα, κάλλος ἔχουσαν οἱ ἀνεκλάλητον, ὡς μὴ δύνασθαί τινα μήτε τὸ κάλλος μήτε τὸ σχῆμα μήτε τὴν θέαν τῆς προσούσης αὐτῇ φαντασίας διηγήσασθαι 28, ὡς ἂν τὸν Θεόδωρον τὴν φαντασίαν 27 29 · ἐκείνην ἰδόντα πάνυ ταραχθῆναι καὶ ἀλλοιοῦσθαι τῷ προσώπῳ. Ὃν θεασάμενος ὁ Μέγας ἀναχωρήσας ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ μακάριος ἐδιπλασίασε (Β, f. 62 v) πάντα ὅσα εἶπεν αὐτῷ ὁ μακάριος ποιῆσαι Β. Ρ. 157 chaque jour * du pain et du sel seulement, * et de boire de l'eau tout le * Bedjan 392. D'UNE APPARITION QU'ILS VIRENT DE NUIT EN MARCHANT DANS LE MONAS- 1. Lill : de son repos. Ici se termine la citation que fait Paul le moine, $ 36-38. - 2. Cf. M S 189; DENYS, chap. XLIX; Paral., p. 50, no 24-33; arabe, p. 625. (Le texte P passe du no 11 au no 24). 2 G 5 » Καὶ οὕτω δειλιάσαντα', ἔλεγεν αὐτῷ· « Θάρσει ἐν Κυρίῳ, Θεόδωρε, καὶ μὴ ἀγωνιάσης. ἤρξαντο ἀμφότεροι εὔχεσθαι, πρὸς τὸ ἢ ἀπελασθῆναι ἀπ' αὐτῶν τὴν ἔκπληκτον φαντασίαν ἐκείνην. Εὐχομένων δὲ αὐτῶν, μᾶλλον θαρσαλεώτερον προσῄει αὐτοῖς, ἀναιδευομένη. * fol. 239 Εγγιζούσης δὲ αὐτῆς, καὶ τοῦ πλήθους τῶν δαιμόνων προτρεχόντων ἔμπροσθεν αὐτῆς, καὶ τῆς εὐχῆς αὐτῶν μὴ ἀποστρεψάσης αὐτὴν, ἐλθοῦσα πρὸς αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· « Τί μάτην κοπιᾶτε; οὐ δύνασθε 8 τέως ἄρτι ποιεῖν κατ ̓ ἐμοῦ οὐδέν, διότι ἐξουσίαν ἔλαβον παρὰ τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ πειράσαι οὓς θέλω 10. Πολὺν γὰρ ἔχω χρόνον αἰτουμένη τοῦτο παρ' αὐτοῦ. » 12 9 14a. Εἶπεν δὲ αὐτῇ "' ὁ ἅγιος Παχούμιος ὁ ἅγιος Παχούμιος· « Σὺ γὰρ τίς εἶ, καὶ πόθεν, καὶ τίνα ἦλθες πειράσαι "; » Απεκρίθη ἐκείνη καὶ εἶπεν· « Ἐγώ εἰμι ἡ θυγάτηρ τοῦ διαβόλου, ἡ πᾶσα δύναμις αὐτοῦ ὑπάρχουσα· ἐμοὶ γὰρ πᾶσα φάλαγξ δαιμονικὴ δουλεύει. Ἐγὼ γάρ εἰμι ἡ τοὺς ἁγίους φωστῆρας 13 εἰς γῆν καταφέρουσα· ἐγώ εἰμι ἡ σκυλεύσασα τὸν Ἰουδὰν ἐκ τῆς * fol. 240 ἀποστολικῆς περιβολῆς ''. Πρὸς σὲ οὖν, Παχούμιε, ἔλαβον ἐξουσίαν τοῦ * πολεμῆσαί οὐκ ἐδυνήθην 15 γὰρ στέρξαι 10 τῶν δαιμόνων τὸν ὀνειδισμὸν ', ὅτι οὐδεὶς οὕτως ἐξενεύρωσέν με πώποτε 19 ὥσπερ σύ. Παιδίοις γὰρ καὶ γέρουσι καὶ τοῖς νέοις πατεῖν με παρεσκεύασας. Συνάξας γὰρ κατ ̓ ἐμοῦ τοσοῦτον πλῆθος, καὶ πολίσας τὴν ἔρημον, τεῖχος ἀρραγὲς τὸν φόβον περιέθηκας αὐτοῖς κύκλῳ, ὡς μὴ δύνασθαι λοιπὸν τοὺς ἡμετέρους ὑπηρέτας 22 46 2. τω Α. 3. ἀπελαθῆναι D. 4. των Α, έκπλητον Ρ. 5. 20 21 λαιώ- D pr. manu. 18. – 10. οὓς βούλομαι Ρ, οὐ 14. συναυλίας D. 14. ABD 1. διλ— Α. 6. τὸ πλῆθος D. 8. —θαι Α. 9. δύν. ἄρτι κατ' ἐμοῦ ποιεῖν D. θέλω Α. - 11. D om. αὐτῇ. • 12. πιρ- Α. 13. τοὺς φωστ. τοὺς ἁγίους D. D. 16. στέξαι Α, ἔτι στέρξαι D. - 17. ὀνιδ- Α. - 18. -ρησέν D pr. manu. 21. τιχος Α. 22. παιδία γὰρ καὶ γηραιοὺς καὶ τοὺς νέους πάντας συνάξας, παρεσκεύασας κατ' ἐμοῦ τοσοῦτον πλῆθος, καὶ τὴν ἔρημον ἐπόλισας, τὸν φόβον τοῦ θεοῦ ὡσεὶ τεῖχος ἀρραγὲς περιθεὶς D. crains pas. » Quand le saint eut dit cela, il lui commanda de prier avec lui, * Bedjan *afin que cette apparition effrayante fût chassée loin d'eux. Comme ils priaient, elle venait davantage sur eux sans aucune retenue; elle s'approcha avec une multitude de démons qui couraient devant elle et leurs prières n'ayant pu la faire retourner elle vint près d'eux et leur dit : « Pourquoi travaillez-vous en vain? vous ne pouvez maintenant rien faire contre moi, car j'ai reçu pouvoir de Dieu tout-puissant de tenter ceux que je veux; il y a longtemps que je demandais cela à Dieu. > Pacôme l'interrogea et lui dit : « D'où es-tu? qui es-tu? et qui veux-tu éprouver ? » Elle répondit et dit : « Je suis la fille du démon, je possède toute sa puissance et toute la phalange (φάλαγξ) des démons m'est soumise. Je suis celle qui fait tomber les saintes étoiles sur la terre, je suis celle qui a dépouillé Judas de la puissance apostolique. J'ai donc reçu pouvoir pour combattre contre toi, ô Pacôme; car je ne pouvais supporter les moqueries des démons : personne autant que toi ne m'a repoussée, tu m'as fait fouler aux pieds par les jeunes, par les vieux et par les adolescents; tu as réuni une telle foule contre moi, en les entourant du mur inébranlable de la crainte * Bedjan de Dieu, *que mes serviteurs n'ont plus le courage d'approcher d'aucun de p' 159 2 ἐγγίζειν τινὶ ὑμῶν. Ταῦτα δὲ πάντα συνέβη μοι διὰ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Κύριον· 3 40. Λέγει αὐτῇ ὁ ἅγιος Παχούμιος· « Ἐμὲ οὖν μόνον ἦλθες πειράσαι 5 ὡς λέγεις, ἢ καὶ ἄλλους; » Εἶπεν δὲ αὐτῷ ἐκείνη ὅτι " « καὶ σὲ, καὶ τοὺς κατὰ σὲ πάντας ». Εἶπεν 10. 8 αὐτῇ ὁ Παχούμιος 7· « Οὐκοῦν καὶ * Θεόδωρον καὶ τοὺς λοιπούς; » Ἡ δὲ εἶπεν· « Καὶ * fol. 240 17 45 41. Λέγει αὐτῇ ὁ Μέγας· « Πόθεν * γὰρ σὺ οἶδας ὅτι μεθ ̓ ἡμᾶς οὐκ ἔσονται μᾶλλον * fol. 240 γνησίως ὑπὲρ ἡμᾶς δουλεύοντες τῷ Κυρίῳ, πρὸς τὸ δυνάσθαι αὐτοὺς ἀσφαλίσασθαι τοὺς τότε vous. Tout cela m'arrive à cause du Verbe de Dieu incarné qui vous a donné nous. >> 40'. Pacôme lui demandant : « Es-tu venue pour me tenter seul, comme 412. Le Grand lui dit : « D'où sais-tu que nos successeurs ne serviront pas le Seigneur plus véritablement que nous, * afin de pouvoir confirmer + Bedjan dans la piété ceux qui viendront après nous? » Elle répondit : « Je le sais ". » Ρ. 160 3 τῷ τοῦ Θεοῦ ' φόβῳ; » Ἡ δὲ εἶπεν ὅτι « γινώσκω ὅτι ῥᾴθυμοι ἔσονται, καὶ καταφρονηταί, καὶ τότε ἐγὼ καιρὸν ἕξω ἐν αὐτοῖς ». Λέγει αὐτῇ ὁ μακάριος Παχούμιος· « Ψεύδη κατὰ τῆς ἀνοσίας σου κεφαλῆς, μηδ ̓ ὅλως * προγνωστικὸν ἔχουσα. Θεῷ γὰρ μόνῳ τὸ προγνωσ στικὸν ἕπεται· σὺ δὲ τοῦ ψεύδους ἄρχεις ". » Ἡ δὲ ἀποκριθεῖσα εἶπεν αὐτῷ· « Κατὰ τὸν σὸν λογον, κατὰ πρόγνωσιν οὐδὲν ἐπίσταμαι. Θεοῦ γὰρ μόνον ἴδιον τὸ προγνῶναι. Κατά στο χασμὸν δέ τινα εἶπον σοι ὅτι οἶδα. » Λέγει αὐτῇ· « Πᾶς στοχασμὸς ἀβέβαιος· σὺ οὖν fol. 240 πῶς στοχάζη; » Εἶπεν αὐτῷ ἐκείνη· « Ἐκ τῶν ἤδη * προβάντων τὰ μηδέπω γινόμενα στοχάζομαι. » Εἶπεν αὐτῇ ὁ μακάριος· « Πῶς δύναται τοῦτο γενέσθαι τὸ μηδέπω ἐνθυμη θέν, ἢ λεχθέν, ἢ πραχθέν; » Ἡ δὲ εἶπεν· « Ἔγνων ὅτι ἐπὶ πάντος πράγματος ἡ ἀρχὴ δια τεταμένῳ πόθῳ πρὸς τὰ σπουδαζόμενα ἔχει τὴν ἕδραν, μάλιστα ἐπὶ θείας φυτείας καὶ οὐρανίου κλήσεως, ἥτις θελήματι θεοῦ βεβαιοῦται, τέρασίν τε καὶ σημείοις καὶ ποικίλαις δυνάμεσιν τοὺς μετερχομένους αὐτὴν ἀσφαλιζομένη. Παλαιουμένη δὲ καὶ γηράσκουσα ἡ ἀρχὴ τῆς μὲν αὐξήσεως ἀποπίπτει. Αποπίπτουσα δὲ τῆς αὐξήσεως ἢ χρόνῳ ἀναλίσκεται, ἢ νόσῳ μαραίνεται, ἢ καταφρονήσει ἀμβλύνεται δ. » 7 6 42. Εἶπεν δὲ αὐτῇ ὁ Παχούμιος· « Τί οὖν, ὡς σὺ φής, τοὺς μεγάλους ἦλθες πειράσαι, · [οΙ. 241 καὶ * οὐχὶ πάντας τοὺς ἀδελφοὺς ", εἴπερ, ὡς λέγεις, ἴδιόν σου ἔργον ἐστὶν ἀπώλεια " ψυχῶν, καὶ ὑπερβάλλεις πάντας εἰς κακίαν τοὺς δαίμονας, καὶ τοσοῦτον ἰσχύεις ὥστε δύνασθαί σε πρὸς τηλικούτους ἄνδρας ἀντιτάσσεσθαι 13. » Αποκριθεῖσα εἶπεν αὐτῷ· « Φθάσασα εἶπόν * Bedjan p. 161 Le Grand lui dit : « Tu en as menti sur ta tête impure, car tu ne connais pas 422. * Ensuite le saint lui demanda : « Pourquoi done, comme tu le dis, viens-tu tenter les grands et non pas tous les frères, si, comme tu le dis, ton œuvre est la perdition des âmes, si tu surpasses tous les démons en méchanceté et si tu es assez puissante pour entrer en lutte avec de tels 3 6 τοῦ * fol. 241 7 8 ro b 1· ἀφ' οὗ ἡ παντοκρατορικὴ δύναμις τοῦ Σωτῆρος ἐπὶ γῆς ἐφάνη, ἐξενευρώθημεν ἡμεῖς, ὥστε ἡμᾶς ὡς στρουθίον ἐμπαίζεσθαι” παρὰ τῶν θελόντων δουλεύειν τῷ Κυρίῳ, καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν πνευματοφόρων ἀνδρῶν. ̓Αλλ' εἰ καὶ ἄτονοι γεγόναμεν παρ' αὐτοῦ, οὐκ ἀργοῦμεν τῆς ἐνεργείας ἡμῶν, ἀλλ ̓ οὔτε ἡσυχάζομεν τοῦ ἀντικεῖσθαι ὑμῖν, διότι ἡ φύσις ἡμῶν ἄϋπνός ἐστιν. Σπείρομεν οὖν τὴν ἰδίαν ἡμῶν κακίαν εἰς τὴν ψυχὴν ἀνταγωνιστοῦ, μάλιστα ἐὰν ἴδωμεν ὅτι ὑποδέχεται· πλέον ὑπεκκαίομεν αὐτῷ τὰς ἐπιθυμίας, καὶ λοιπὸν ὡς δυνατοὶ καὶ παλαμναῖοι ἐπιβαίνομεν αὐτῷ· ἐὰν δὲ μὴ θελήσῃ ὑποδέξασθαι ἡμῶν τὸν σπόρον, μηδὲ τὰ παρ ̓ ἡμῶν ὑποβαλλόμενα αὐτῷ ἡδέως καταδέξασθαι τῇ πρὸς Θεὸν πίστει αὐτοῦ καὶ τῷ νηφαλέῳ τοῦ νοὸς αὐτοῦ 10, ὡς κάπνος εἰς ἀέρα διαλυό μενος οὕτως ἐσόμεθα αὐτῷ ". Διὰ τοῦτο πρὸς πάντας οὐ δύναμαι " πολεμῆσαι· διὰ τὸ μὴ πάντας τὴν τελειότητα ἔχειν. Εἰ γὰρ συνεχωρούμην πρὸς πάντας πολεμῆσαι, πολλοὺς ἐπερειδομένους τῇ σῇ σκέπη ' ἐξηπάτησα ἄν. » Τότε ὁ μακαρίος ἐνεφύσησεν αὐτῇ, εἰπών· « Ὦ τῆς ἀκοιμήτου ὑμῶν κακίας· οὐ παύεσθε 14 γὰρ κατὰ τοῦ γένους 15 τῶν ἀνθρώπων μαινόμενοι, ἕως ἂν ἡ θεία καὶ ἄχραντος χάρις 10 τοῦ Θεοῦ ἀναλώσῃ 11 ὑμᾶς. * Ταῦτα εἰπὼν αὐτῇ 18 ὁ * fol. 241 ἅγιος γέρων Παχούμιος ἐπέτρεψεν ἀπελθεῖν αὐτὴν ἐπιτιμήσας καὶ παραγγείλας αὐτῷ μηδ' ὅλως ἐγγίσαι τῇ μονῇ αὐτοῦ. 13 16 1 D add. ότι. 2. ἐμπεζ— Α, ἐμπέξεσθαι Ρ. χωρεῖ ἡμῖν ἐπιβλῆναι αὐτῷ. - 6. ὑπεκκεομεν Α. sur la planche I. 10. om. D. - 11. διαλυόμεθα D. 16. D add. aútoũ. 8. —σει Α. 5. Ρ add. καὶ ὅλως συγ 9. τῇ D. Voir le texte D 13. D om. έπερ. τῇ σῇ σκ. 17. σει Α. 18. om. D. 14. hommes ? » Elle lui répondit et dit : « Je t'ai déjà dit que depuis l'apparition PATR. OR. - T. IV. 32 * Bedjan p. 162 |